- πλεομελής
- -ές, Ααυτός που έχει περισσότερα από το φυσιολογικό μέλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλέον, ουδ. τού πλείων* + -μελής (< μέλος), πρβλ. πολυ-μελής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλεομελής — with more than the normal number of limbs masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… … Dictionary of Greek